- υπερπυρεξία
- η, Νπολύ υψηλός, ενδεχομένως και παρατεταμένος, πυρετός, κατά τον οποίο η θερμοκρασία τού σώματος υπερβαίνει τους σαράντα βαθμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperpyrexia < ὑπερ-* + πυρεξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.